- συναρπάζεται
- συναρπάζωsnatch and carry away withpres ind mp 3rd sgσυναρπάζωsnatch and carry away withpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσυνάρπαστος — εὐσυνάρπαστος, ον (Α) αυτός που συναρπάζεται εύκολα, που παρασύρεται εύκολα. επίρρ... ευσυναρπάστως αυθόρμητα, παρορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν αρπάζω] … Dictionary of Greek